- πέμφιγα
- η / πέμφιξ, -ιγος, ΝΑνεοελλ.ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνουςαρχ.1. πνοή, φύσημα2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός3. σταγόνα, ρανίδα4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο φέρνει βροχή5. φάντασμα6. οίδημα, φουσκαλίδα ή περιοχή στην οποία εμφανίστηκε το οίδημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πέμφ-ιξ, πομφός (πρβλ. βέμβιξ: βόμβος), πομφόλυξ είναι εκφραστικοί ηχομιμητικοί τ. αβέβαιης προέλευσης που θυμίζουν τα: φλύω, οινό-φλυξ, φλύκταινα. Πιθανή είναι η σύνδεση τών τ. με τα λιθουαν. pampti «φουσκώνω», pumpulis «κοίλο αντικείμενο», bumbalas «φυσαλλίδα» και το αρμ. p 'amp'ušt «κύστη, φλύκταινα, φουσκάλα». ' Η αρχική σημ. τού τ. πέμφιξ πρέπει να ήταν «πνοή, φύσημα», απ' όπου η σημ. «οίδημα, φλύκταινα». Οι άλλες σημ. τού τ. όπως «ακτίνα, σταγόνα, ρανίδα, σύννεφο, φάσμα, φάντασμα» είναι ποιητικές και μεταφορικές].
Dictionary of Greek. 2013.